радоновый - ορισμός. Τι είναι το радоновый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι радоновый - ορισμός


радоновый      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: радон, связанный с ним.
2) Свойственный радону, характерный для него.
3) Содержащий радон.
РАДОНОВЫЕ ВАННЫ         
из воды естественных радоновых источников или обычной пресной воды, насыщенной радоном, для лечения заболеваний опорно-двигательного аппарата, периферической нервной системы и др.
установка радоновая      
У. для приготовления и разлива растворов радона, представляющая собой комплекс защитных шкафов с необходимым оборудованием.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για радоновый
1. Особым почитанием монахинь и прихожан пользуется целебный йодисто- радоновый источник.
2. В результате обнаружения таких источников в бывших серебряных рудниках в 1'06-м в Яхимове был открыт первый в мире радоновый санаторий.
Τι είναι радоновый - ορισμός